- υπενδύτης
- ο / ὑπενδύτης, ΝΑ [ὑπενδύω]εσωτερικό ένδυμα, εσώρρουχονεοελλ.1. γιλέκο2. βοτ. η επιδερμίδα που καλύπτει τα σποριάγγεια τών πτερίδων και τὰ προφυλάσσει από τις καιρικές επιδράσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.